- δετηρία
- ηκατηγορία λεπτού σκοινιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιγαδούρα — και ληγαδούρα, η 1. λεπτό κεδρωτό σχοινί, η δετηρία 2. το κορδόνι που κρέμεται από τον λαιμό τού ναύτη και που στο κάτω μέρος του προσδένεται μαχαιρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ligadura < λατ. ligatura, θηλ. τής μτχ. ligaturus τού ρ. ligo «δένω»] … Dictionary of Greek
μάννα — Ονομασία τροφής την οποία, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, έστειλε ο Θεός στους Εβραίους κατά την περιπλάνησή τους στην έρημο του Σινά. Λέγεται ότι η λέξη προήλθε από τη φράση «μαν χου» (= τι είναι αυτό;) με την οποία υποδέχτηκαν οι Ιουδαίοι τη θεϊκή… … Dictionary of Greek
ομμάτιο(ν) — το (Α ὀμμάτιον) μικρό μάτι, ματάκι νεοελλ. 1. οφθαλμός, μάτι 2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού ὄμμα: ὀμμάτ ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι*. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. τού … Dictionary of Greek
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek